- πενταπλασιεπίτριτος
- πεντα-πλασι-επί-τριτος, 5 1/3 mal so groß
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πενταπλασιεπίτριτος — five and masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταπλασιεπίτριτος — ον, Α ο πέντε φορές και ένα τρίτο μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενταπλάσιος + ἐπίτριτος] … Dictionary of Greek